- συλλέκτης
- Αγωγός ειδικά κατασκευασμένος για να περισυλλέγει ρευστά διάφορων ειδών και προελεύσεων. Στην οικοδομική είναι ο αγωγός που οδηγεί την αποχέτευση του κτιρίου στους υπόνομους. Υπάρχει επίσης και ένας αγωγός, μεγάλης διαμέτρου, που συνδέει τα νερά σ’ ένα τμήμα του δικτύου υπόνομων. Με τον όρο χαρακτηρίζουμε στα εγγειοβελτιωτικά έργα, ένα μεγάλο τμήμα αγωγού που συλλέγει την εκροή των σωληνώσεων και την οδηγεί στην τάφρο. Η διάμετρος του, συνήθως, μειώνεται όσο ελαττώνεται το υψόμετρο του τόπου, καθώς προσθέτουν σ’ αυτόν και νέες, δευτερεύουσες σωληνώσεις. Στις υδροηλεκτρικές εγκαταστάσεις, ο σ. είναι ένα τμήμα αγωγού όπου καταλήγουν οι αγωγοί της ροής και ο οποίος φτάνει ως την τροφοδοσία του στροβίλου του σταθμού.
Τέλος, σ. εξαγωγής λέγεται ο σωλήνας που συλλέγει και οδηγεί στην εξάτμιση τα καυσαέρια ενός κινητήρα εξωτερικής καύσης. Σ. λέγεται εξάλλου ο σωλήνας που περισυλλέγει τον ατμό ενός σωληνωτού λέβητα και τον οδηγεί στη διανομή. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις περιστρεφόμενες ηλεκτρικές μηχανές για να επισημάνει το σύστημα που επιτρέπει τη συνεχή ηλεκτρική επαφή μεταξύ ενός ακίνητου μέρους (στάτης) και ενός κινητού (στροφέας).
* * *ο, ΝΑ, και συλλέχτης, θηλ. συλλέκτρια και συλλέχτρια, Ν [συλλέγω]αυτός που συλλέγει, που συγκεντρώνει («συλλέκτης οἴνου», πάπ.)νεοελλ.1. αυτός που κάνει συλλογές ομοειδών αντικειμένων (α. «συλλέκτης γραμματοσήμων» β. «συλλέκτης ζωγραφικών πινάκων»)2. (ηλεκτρολ.) σύστημα αγώγιμων ελασμάτων μονωμένων μεταξύ τους, αλλά συνδεδεμένων με τα τμήματα μιας περιέλιξης πάνω στα οποία προστρίβονται οι ψήκτρες ηλεκτρικής μηχανής συνεχούς ρεύματος3. (ηλεκτρον.) ακραία περιοχή τρανζίστορ διαμορφούμενη με κατάλληλη προσθήκη ακαθαρσιών σε μονοκρυσταλλικό ημιαγωγό, γερμάνιο ή πυρίτιο4. φρ. «ηλιακός συλλέκτης»τεχνολ. σταθερή ή κινητή κατασκευή, ο προορισμός τής οποίας έγκειται στην απορρόφηση τού μέγιστου δυνατού ποσοστού τής προσπίπτουσας ηλιακής ακτινοβολίας, την οποία μετατρέπει σε θερμότητα ή σε ηλεκτρισμό.
Dictionary of Greek. 2013.